- θεοειδεστέρα
- θεοειδεστέρᾱ , θεοειδήςgodlikefem nom/voc/acc comp dualθεοειδεστέρᾱ , θεοειδήςgodlikefem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοειδεστέρᾳ — θεοειδεστέρᾱͅ , θεοειδής godlike fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοειδέστερα — θεοειδής godlike neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοειδεστέρας — θεοειδεστέρᾱς , θεοειδής godlike fem acc comp pl θεοειδεστέρᾱς , θεοειδής godlike fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοειδεστέραν — θεοειδεστέρᾱν , θεοειδής godlike fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боговидьнѣи — (3*) сравн. степ. к боговидьныи: •а҃ ѥ ст҃льство славныи нашь вѣща наставникъ, ѥи (ж) [в др. сп. иже] ||= ина б҃овидѣиши [в др. сп. б҃овиднѣиши] (ϑεοειδεστέρα) ГА XIII XIV, 105б в; сше(д) же б҃ъ... ѥдинъ ѡ(т) двою ||=соупротивною плоти и д҃ха...… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεοειδεστέραις — θεοειδής godlike fem dat comp pl θεοειδεστέρᾱͅς , θεοειδής godlike fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)